συντριμμός

συντριμμός
ο, ΜΑ [συντρίβω]
μσν.
συντριβή, θραύση, θρυμματισμός
αρχ.
1. καταστροφή, όλεθρος («ὀλολυγμὸς... καὶ συντριμμὸς μέγας ἀπὸ τῶν βουνῶν», ΠΔ)
2. φρ. «συντριμμοὶ θανάτου» — θλίψεις, πικρίες (ΠΔ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συντριμμός — ruin masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντριμμοί — συντριμμός ruin masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντριμμοῦ — συντριμμός ruin masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντριμμούς — συντριμμός ruin masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντριμμῷ — συντριμμός ruin masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντριμμόν — συντριμμός ruin masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • сотрение — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. συντριβή) сокрушение (Иер. 4, 6); (συντριμμός)… …   Словарь церковнославянского языка

  • ՋԱԽՋԱԽԱՆՔ — (նաց.) NBH 2 0668 Chronological Sequence: Early classical գ. ՋԱԽՋԱԽԱՆՔ կամ ՋԱՂՋԱԽԱՆՔ. συντριμμός contritio ἁποτομή abscissio, amputatio. Ջախջախումն. խորտակումն. բեկումն. կոտորած. հարուած. *Պաշարեցին զիս ջախջախանք մահու. ՟Բ. Թագ. ՟Ի՟Բ. 5: *Զձեռն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”